- κεραυνοβόλησις
- (-εως), κεραυνοβόλία η1) удар молнии; 2) поражение молнией; 3) поражение электрическим током
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κεραυνοβόληση — η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) [κεραυνοβολώ] το χτύπημα με κεραυνό νεοελλ. 1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια 2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση … Dictionary of Greek